ήδομαι

ήδομαι
ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α)
1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» — με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.)
2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» — με χαρά σε άκουσα να επαινείς τον πατέρα σου, Σοφ.)
3. (η μτχ. ως επίθ.) ηδόμενος, -ένη, -ον
γεμάτος χαρά, ευχαριστημένος («ἡδομένᾳ ψυχᾷ», Ευρ.)
4. (μτχ. ενεστ. στη φρ.) «ἡδομένῳ μοί ἐστί τι» — με ευχαριστεί κάτι
5. (ουδ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ἥδοντα
οι χαρές, οι τέρψεις
6. φρ. α. «ἥδομαί τινι» — ευφραίνομαι με κάτι ή για κάτι
β. (μόνο μια φορά με γεν.) «ἥσθη πώματος» — γεύθηκε το ποτό, απόλαυσε το ποτό, ήπιε με ευχαρίστηση, Σοφ.
γ. (επίσης με εμπρόθ. προσδ.) «ἥδομαι ἐπί τινι», ή «ἥδομαι ὑπέρ τινος» — ευχαριστούμαι, αισθάνομαι ευχαρίστηση με κάτι
δ. (και με αιτιολ. πρότ.) «ὡς ἥδομαι ὅτι» — πόσο ευχαριστούμαι που, Αριστοφ.
7. (ειρωνικώς) διασκεδάζω με κάτι («ἥσθην ἀπειλαῑς» — διασκέδασα με τις απειλές σου, Αριστοφ.)
8. (το ενεργ. σπάν.) ἥδω
ευχαριστώ, ευφραίνω κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματ. ενεστ. ήδομαι ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *swād- «γλυκός» και αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. svādate «γίνομαι γευστικός, νόστιμος», με παράλληλο και συνηθέστερο τ. svadate, -ti «είμαι εύγευστος, αρέσω» και «κάνω κάτι εύγεστο, γλυκαίνω». Το ένσιγμο θ. τού ήδος*, που ανήκει στην ίδια οικογένεια, και τα σύνθετα του σε -ηδής συνδέονται με αρχ. ινδ. pra-svādas- «ευχάριστο», ενώ το παράγωγο ηδονή με αρχ. ινδ. svād-ana- «αυτό που κάνει κάτι εύγευστο» (βλ. και ανδάνω).
ΠΑΡ. ηδονή.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανήδομαι, αντεφήδομαι, ενήδομαι, εφήδομαι, προήδομαι, προσήδομαι, συνήδομαι, υπερήδομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἥδομαι — swad pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥδεσθον — ἥδομαι swad imperf ind mp 2nd dual ἥδομαι swad pres imperat mp 2nd dual ἥδομαι swad pres ind mp 3rd dual ἥδομαι swad pres ind mp 2nd dual ἥ̱δεσθον , ἥδομαι swad imperf ind mp 2nd dual (attic epic doric ionic) ἥδομαι swad imperf ind mp 2nd dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥδεσθε — ἥδομαι swad imperf ind mp 2nd pl ἥδομαι swad pres imperat mp 2nd pl ἥδομαι swad pres ind mp 2nd pl ἥ̱δεσθε , ἥδομαι swad imperf ind mp 2nd pl (attic epic doric ionic) ἥδομαι swad imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδόμεθα — ἥδομαι swad imperf ind mp 1st pl ἥδομαι swad pres ind mp 1st pl ἡ̱δόμεθα , ἥδομαι swad imperf ind mp 1st pl (attic epic doric ionic) ἥδομαι swad imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδόμεσθα — ἥδομαι swad imperf ind mp 1st pl ἥδομαι swad pres ind mp 1st pl ἡ̱δόμεσθα , ἥδομαι swad imperf ind mp 1st pl (attic epic doric ionic) ἥδομαι swad imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥδου — ἥδομαι swad imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἥδομαι swad pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἥ̱δου , ἥδομαι swad imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἥδομαι swad imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδέσθην — ἥδομαι swad imperf ind mp 3rd dual ἡ̱δέσθην , ἥδομαι swad imperf ind mp 3rd dual (attic epic doric ionic) ἥδομαι swad imperf ind mp 3rd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδόμην — ἥδομαι swad imperf ind mp 1st sg ἡ̱δόμην , ἥδομαι swad imperf ind mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἥδομαι swad imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥδετο — ἥδομαι swad imperf ind mp 3rd sg ἥ̱δετο , ἥδομαι swad imperf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic) ἥδομαι swad imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥδοντο — ἥδομαι swad imperf ind mp 3rd pl ἥ̱δοντο , ἥδομαι swad imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic) ἥδομαι swad imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”